κυπραίικος

κυπραίικος
-η, -ο [Κυπραίος]
1. κυπριακός («κυπραίικο κρασί»)
2. φρ. «κυπραίικο γαϊδούρι» — πολύ αγροίκος και αναιδής άνθρωπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυπραίικος — η, ο κυπριακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυπριώτικος — η, ο (Μ κυπριώτικος, η, ον [Κυπριώτης] κυπριακός, κυπραίικος …   Dictionary of Greek

  • κύπριος — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κύπρο. 1. Άγγελος. Με την έναρξη της Επανάστασης κατατάχθηκε στον Ιερό Λόχο και πολέμησε στο Δραγατσάνι. Αργότερα κατέβηκε στην Ελλάδα και υπηρέτησε στο σώμα του οπλαρχηγού Ρόδιου. Πολέμησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”